- φρακτικός
- -ή, -ό / φρακτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και φραχτικός Ν [φρακτός / φραχτός]νεοελλ.1. ο κατάλληλος για περίφραξη («φρακτική δενδροστοιχία»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φραχτικάη δαπάνη για την περίφραξηαρχ.μτφ. (για πρόσ.) κατάφρακτος, πάνοπλος («δορυφόρους ἔχων πολλοὺς τὼν φρακτικὼν καλουμένων», Αθήν.).
Dictionary of Greek. 2013.